καταστρηνιάσωσι

καταστρηνιάσωσι
καταστρηνιά̱σωσι , καταστρηνιάω
behave wantonly towards
aor subj act 3rd pl (attic doric)
καταστρηνιά̱σωσι , καταστρηνιάω
behave wantonly towards
aor subj act 3rd pl (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταστρηνιώ — καταστρηνιῶ, άω (Α) φέρομαι υβριστικά, ακόλαστα σε κάποιον («ὅταν γὰρ [αἱ χῆραι] καταστρηνιάσωσι τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στρηνιῶ «ασωτεύω, ακολασταίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”